κουκούμι
(ουσ. ουδ.)
κουκούμι
[kuˈkumi]
Γούρδ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
κουγιούμ'
[kuˈʝum]
Ανακ., Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. κουκκούμιον (< λατιν. cucuma). O τύπ. κουγιούμ' αντιδάν. από το τουρκ. güğüm <ελλ. κουκούμι, πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. γκουγιούμι (Κριαρ.).