ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουκούμι (ουσ. ουδ.) κουκούμι [kuˈkumi] Γούρδ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. κουγιούμ' [kuˈʝum] Ανακ., Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. κουκκούμιον (< λατιν. cucuma). O τύπ. κουγιούμ' αντιδάν. από το τουρκ. güğüm <ελλ. κουκούμι, πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. γκουγιούμι (Κριαρ.).
Υδροδοχείο, συνήθως χάλκινο ό.π.τ. : Οι ’ναίτσεις πααίνκαν ση βρύση, μο τα σιτίλα τσαι τα κουκούμα τσ̑αι φερίγκαν το «ταζό το νερό» (Οι γυναίκες πήγαιναν στην βρύση με τα καρδάρια και τα κανάτια και έφερναν «το καινούργιο νερό») Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. κουμνί, πακράτσι, σιτίλι