ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουκούλι (ουσ. ουδ.) κουκούλι [kuˈkuli] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κουκούλλιον. Η σημ. 1 από το κεκίλι αλλά πβ. και νεότ. κουκούλι = κουβάρι μαλλί (Λεξ. Σομ.).
1. Τούφα μαλλιών : || Φρ. Πι-έσ’ τον κάλι ’σ’ το κουκούλι (Πιάσε τον φαλακρό από το τσουλούφι˙ για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. κεκίλι
2. Λοφίο : Ε λαχτόρι, πώτς έν’ ατέ το κουκούλι 'ς το τζουφάλι σου; Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτdζερίουν; (Ε κόκορα, τι είναι αυτό το λοφίο στο κεφάλι σου; Μην είσαι αξιωματικός των Γενιτσάρων;) Φάρασ. -Παπαδ.