κουκούλι
(ουσ. ουδ.)
κουκούλι
[kuˈkuli]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κουκούλλιον. Η σημ. 1 από το κεκίλι αλλά πβ. και νεότ. κουκούλι = κουβάρι μαλλί (Λεξ. Σομ.).
1. Τούφα μαλλιών
:
|| Φρ.
Πι-έσ’ τον κάλι ’σ’ το κουκούλι
(Πιάσε τον φαλακρό από το τσουλούφι˙ για όποιον ματαιοπονεί επιζητώντας κέρδος από κάτι λιγοστό)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
κεκίλι
2. Λοφίο
:
Ε λαχτόρι, πώτς έν’ ατέ το κουκούλι 'ς το τζουφάλι σου; Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτdζερίουν;
(Ε κόκορα, τι είναι αυτό το λοφίο στο κεφάλι σου; Μην είσαι αξιωματικός των Γενιτσάρων;)
Φάρασ.
-Παπαδ.