κουζώνω
(ρ.)
Αόρ.
κούζωσα
[ˈkuzosa]
Φάρασ.
Από το ουσ. κούζα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Για αφτιά, τεντώνομαι, στέκομαι όρθιος
:
-Γρέπ' τζαι τα 'τία μου να 'ούμε κούζωσαν μα; […] -Κούζωσαν! Στάθαν ορτώς!
(-Κοίτα και τα αφτιά μου, να δούμε τεντώθηκαν; -Τεντώθηκαν! Στέκονται ολόρθα.)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.