ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουδούνι (ουσ. ουδ.) κωδώνι [koˈðoni] Φάρασ. κωδών' [koˈðon] Μισθ., Φλογ. κωγιών' [koˈʝon] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. κουδούν' [kuˈðun] Φλογ. κουdούνι [kuˈduni] Σίλ. γκουdούνι [guˈduni] Μισθ., Σίλ. γκουdούν' [guˈdun] Σίλ. Πληθ. κωδώνε [koˈðone] Φάρασ. κωγιώνια [koˈʝoɲa] Μισθ. κουόνια [kuˈoɲia] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. κωδώνιον. Κατά τον Dawkins (1916: 613), οι τύποι κωγ- από το βενετ. cojon/ ιταλ. coglione = όρχεις (< δημώδες λατιν. *cōleō*cōleōn- < λατιν. cōleī = όρχεις).
1. Κουδούνι ό.π.τ. : Χτηνού κωγιών’ (Το κουδούνι της αγελάδας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντώσ’ νια αυτσηνής γκουdούνι (Χτύπα μιά το κουδούνι αυτηνής) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κρέμαναμ' από το οτζάχ' το κωδών' (Κρεμάγαμε από το τζάκι το κουδούνι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ντα παιντιά κλώιξαν μι, είχαν τίδου, γαζ̑αλί κογιών' (Τα παδιά τριγύριζαν (την Μεγάλη Εβδομάδα) με, είχαν τέτοιο, κουδούνι του τραγουδιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Είχαμε κουράδε πένdε- έξι σον χωρίον μέσου· καμναίνκαμε σον κουρά, φταίνκαν πελέτσ̑ε, κωδώνε, υνία του 'αμναίνουν, ξινάρε (Eίχαμε πέντ' έξι σιδεράδικα μέσα στο χωριό· δουλεύαμε στο χυτήριο, φτιάχναμε τσεκούρια, κουδούνια, υνιά που οργώνουν, αξινάρια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κάνκανε γαρναβάλε με άλογα, κρεμάνκανε κουδούνε και πααίνκανε σα σπίτια και αρχινάνκανε τον χορό (Κάνανε καρναβάλια με άλογα, κρεμάγανε κουδούνια και πηγαίνανε στα σπίτια και άρχιζαν τον χορό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τσάλντισ' τα κουdούνια σου (Βάρα τα κουδούνια σου) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. ‘ποπίσου τ’ς κρουν γκωδώνε (Από πίσω της χτυπάνε κουδούνια˙ την κακολογούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σην γκάτα το κωδώνι τιζ ’άν’dα κρεμάσει; (Στην γάτα το κουδούνι ποιος θα το κρεμάσει;˙ ποιος θα κάνει την επικίνδυνη δουλειά;) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. λουμπούρι
2. Πληθ., όρχεις Μισθ. Συνών. αρχίδι, κρεμαστάρι :2, ντασάχι, χαγιά