κουβετλεντίζω
(ρ.)
γουβατλανdίζου
[ɣuvatlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
κουβετλένσα
[quvet'lensa]
Αξ.
Από τον αόρ. kuvvetlendi του τουρκ. ρ. kuvvetlenmek = ενισχύομαι, ισχυροποιούμαι.
1. Δυναμώνω, παχαίνω
ό.π.τ.
:
Ντα χτηνά αν ντα πηάσεις 'νταρά σου γιαϊλά ντε γουβατλανdίζ'νι
(Τα γελάδια αν τα πας τώρα στο υψίπεδο, δεν θα παχύνουν)
Μισθ.
-Φατ.
2. Μτφ., τονώνομαι, αποκτώ θάρρος
ό.π.τ.