ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβετλεντίζω (ρ.) γουβατλανdίζου [ɣuvatlanˈdizu] Μισθ. Αόρ. κουβετλένσα [quvet'lensa] Αξ. Από τον αόρ. kuvvetlendi του τουρκ. ρ. kuvvetlenmek = ενισχύομαι, ισχυροποιούμαι.
1. Δυναμώνω, παχαίνω ό.π.τ. : Ντα χτηνά αν ντα πηάσεις 'νταρά σου γιαϊλά ντε γουβατλανdίζ'νι (Τα γελάδια αν τα πας τώρα στο υψίπεδο, δεν θα παχύνουν) Μισθ. -Φατ.
2. Μτφ., τονώνομαι, αποκτώ θάρρος ό.π.τ.