κουβετλεντίζω
(ρ.)
γουβατλανdίζου
[ɣuvatlanˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
κουβετλένσα
[quvet'lensa]
Αξ.
Από τον αόρ. kuvvetlendi του τουρκ. ρ. kuvvetlenmek = ενισχύομαι, ισχυροποιούμαι.
1. Δυναμώνω
ό.π.τ.
:
Ετό ναίκα είχεν εφτά παγριά κρασ̑ί· έκρυψέν dα εφτά χρόνια, το κρασ̑ί κουβετλέν'σε
(Αυτή η γυναίκα είχε εφτά κιούπια κρασί· τα έκρυψε εφτά χρόνια, το κρασί έγινε δυνατό)
Αξ.
-Dawk.
Ντα χτηνά αν ντα πηάσεις 'νταρά σου γιαϊλά ντε γουβατλανdίζ'νι
(Τα γελάδια αν τα πας τώρα στο υψίπεδο, δεν θα παχύνουν)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
ταβλαντίζω, Αντίθ
φαριντίζω
2. Μτφ., τονώνομαι, αποκτώ θάρρος
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025