ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβάς (ουσ. αρσ.) κουβάς [kuˈvas] Γούρδ., Μισθ. γουβάς [ɣuˈvas] Σίλ. Νεότ. ουσ. κουβάς από το τουρκ. kova.
Κουβάς ό.π.τ. : Γκιοζλαΐσουμ’ μι σειρά, να πάρουμ' ένα κουβά νερό να κάνουμ’ ντουλειά (Περιμένουμε με την σειρά, να πάρουμε έναν κουβά νερό να κάνουμε δουλειά ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πβ. ασιρμάς :1, άσκωμα, πακράτσι, χαλκί :2