κουβάς
(ουσ. αρσ.)
κουβάς
[kuˈvas]
Γούρδ., Μισθ.
γουβάς
[ɣuˈvas]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. κουβάς από το τουρκ. kova.
Τροποποιήθηκε: 17/04/2025