κότσισμα
(ουσ. ουδ.)
κότ͑σ̑ισμα
[ˈkotʰʃizma]
Φάρασ.
κότ͑σ̑ημα
[ˈkotʰʃima]
Αφσάρ.
Από το αορ. θ. κότ͑σ̑ισ- και κοτ͑σ̑η- του ρ. κοτ͑σ̑ίζω όπου και τύπ. κοτ͑σ̑άω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μετανάστευση
ό.π.τ.