κουβέντημα
(ουσ. ουδ.)
κουβέν'μα
[kuˈvenma]
Φάρασ.
Από το θ. κουβεντ- του ρ. κουβεντίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα (κουβέντημα > κουβέντμα > κουβένμα). Πβ. και τουρκ. ουσ. güvenme = εμπιστοσύνη.
Εμπιστοσύνη