ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβέντημα (ουσ. ουδ.) κουβέν'μα [kuˈvenma] Φάρασ. Από το θ. κουβεντ- του ρ. κουβεντίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα (κουβέντημα > κουβέντμα > κουβένμα). Πβ. και τουρκ. ουσ. güvenme = εμπιστοσύνη.
Εμπιστοσύνη