ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβενιλμές (επίθ.) κουβενιλμές [kuvenilˈmes] Φλογ. Από το τουρκ. ρηματ. επίθ. güvenilmez = ανάξιος εμπιστοσύνης (< ρ. güvenilmemek = δεν χαίρω εμπιστοσύνης).
Ανάξιος εμπιστοσύνης ό.π.τ. : Ισ̑ύνα ινσάνο σαι͘ 'ς εσένα κουβενιλμές (Εσύ είσαι άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να σου έχει εμπιστοσύνη.) Φλογ. -Dawk.