κουβενιλμές
(επίθ.)
κουβενιλμές
[kuvenilˈmes]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρηματ. επίθ. güvenilmez = ανάξιος εμπιστοσύνης (< ρ. güvenilmemek = δεν χαίρω εμπιστοσύνης).
Ανάξιος εμπιστοσύνης
ό.π.τ.
:
Ισ̑ύνα ινσάνο σαι͘ 'ς εσένα κουβενιλμές
(Εσύ είσαι άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να σου έχει εμπιστοσύνη.)
Φλογ.
-Dawk.