κουβλί
(ουσ. ουδ.)
κουλβί
[kulˈvi]
Ανακ.
γκουλβί
[gulˈvi]
Ανακ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuvle, küvle, külle (< περσ. gulva) = είσοδος του ταντουριού (Tietze 2016, λ. külle).
Είσοδος κοτετσιού
ό.π.τ.
:
Του γκουλβιδιού το τέρ’
(Πέτρα που φράζει την είσοδο του κοτετσιού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κουβλίκα