ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβλί (ουσ. ουδ.) κουλβί [kulˈvi] Ανακ. γκουλβί [gulˈvi] Ανακ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuvle, küvle, külle (< περσ. gulva) = είσοδος του ταντουριού (Tietze 2016, λ. külle).
Είσοδος κοτετσιού ό.π.τ. : Του γκουλβιδιού το τέρ’ (Πέτρα που φράζει την είσοδο του κοτετσιού) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κουβλίκα
Τροποποιήθηκε: 27/01/2025