κουδουνίζω
(ρ.)
κωδωνίζω
[koðoˈnizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
κωδώνισκα
[koˈðoniska]
Φάρασ.
Αόρ.
κωδώντσα
[koˈðontsa]
Φάρασ.
Κουδουνίζω