κουδουνίζω
(ρ.)
κωδωνίζω
[koðoˈnizo]
Φάρασ.
Παρατατ.
κωδώνισκα
[koˈðoniska]
Φάρασ.
Αόρ.
κωδώντσα
[koˈðontsa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. κουδουνίζω, το οπ. από το αρχ. ρ. κωδωνίζω = ελέγχω (ενν. χρήματα) από το κουδούνισμά τους.
Κουδουνίζω
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025