κουκούδι
(ουσ. ουδ.)
κουκούδι
[kuˈkuði]
Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φκόσ.
κουκούδ'
[kuˈkuð]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
κουκούγ̑'
[kuˈkuʝ]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
κουκούχ̑'
[kuˈkuç]
Σεμέντρ.
κουκούρ'
[kuˈkur]
Αραβαν., Γούρδ.
κουκούι
[kuˈkui ]
Αραβ., Δίλ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
κοκούτ'
[koˈkut]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. κουκούδιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. κόκκος.
Συνήθως κατά πληθ., χαλάζι
ό.π.τ.
:
’αν ντ’ οβγό κουκούι
(Χαλάζι (μεγάλο) σαν αβγό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βρέζ̑ κουκούδα
(Ρίχνει χαλάζι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ούλα γέννημα ντώκιν ντα ντου κουκούι
(Όλη την σοδειά την χτύπησε το χαλάζι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έπισι πολύ κουκούι, χάλασι τα χωράφια
(Έπεσε πολύ χαλάζι, κατέστρεψε τις καλλιέργειες)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Απρίλ’ παλί ήρτε μο το κρύο, τσ̑’ ο Μάης μο τις βρεσ̑ές τσ̑αι τα κουκούδε
(Ο Απρίλης πάλι ήρθε με το κρύο, και ο Μάης με τις βροχές και τα χαλάζια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έπεσε κουκούχ̑’ σαν τα καρύα
(Έπεσε χαλάζι σαν καρύδια)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Πούχουνάμ' ντου 'ντετσ̑ού, να μη σ̑έρ' κουκούι
(Το παραχώναμε εκεί (ενν. το πασχαλινό αβγό στο χωράφι), για να μη ρίξει χαλάζι (ως αποτροπαϊκό φυλαχτό))
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κρύο κουκούδι
(Κρύο σαν χαλάζι˙ πολύ κρύο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Έφυγαμ' 'σ' ση βρεσ̑ή, γράτ'σαμ' σο κουκούδι
(Γλυτώσαμε την βροχή, πέσαμε στο χαλάζι˙ όταν πέφτουμε από την μία καταστροφή στην άλλη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Στην αναβροχιά και το κουκούδ' καλό έν'
(Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι˙ σε δύσκολες συνθήκες συμβιβαζόμαστε και με λιγότερο καλές λύσεις)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ξερασ̑άδα διαβαίν' και κουκούδα
(Η ξηρασία καταπίνει και χαλάζι˙ Το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κουρτζίς :1