κουκούλα
(ουσ. θηλ.)
κουκούλα
[kuˈkula]
Γούρδ.
κουκουλέτα
[kukuˈleta]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. κουκούλλα. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. kukula = ανδρικό κάλυμμα κεφαλής με φούντα, δάν. από την ελλ. (Tietze 2016, λ. kukula).
1. Κουκούλα
ό.π.τ.
2. Λοφίο
Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025