κούκρος ( ουσ. ουδ.
)
κ͑ούκ͑ρος
[ˈkʰukʰros]
Φάρασ.
κούκος
[ˈkukos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
...
κουκρώνω
(ρ.)
κ͑ουκ͑ρώνω
[kʰuˈkʰrono]
Φάρασ.
Από το ουσ. κούκρος και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αφρίζω