κουλούκι (I)
(ουσ. ουδ.)
κουλούκι
[kuˈluci]
Φάρασ.
κ͑ουλ-λούκι
[kʰulˈluci]
Φάρασ.
κούλιγκι
[ˈkuliɟi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. küllük = α) σκουπίδια β) σταχτοδοχείο γ) διαλεκτ., χωματερή, σκουπιδότοπος (Önder 2022: 41).
2. Χωματερή, σκουπιδότοπος
ό.π.τ.