ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλούκι (I) (ουσ. ουδ.) κουλούκι [kuˈluci] Φάρασ. κ͑ουλ-λούκι [kʰulˈluci] Φάρασ. κούλιγκι [ˈkuliɟi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. küllük = α) σκουπίδια β) σταχτοδοχείο γ) διαλεκτ., χωματερή, σκουπιδότοπος (Önder 2022: 41).
1. Κοπριά. Φάρασ. Συνών. κοπριά, τσίρκι, χοβόλι :2, γιγί
2. Χωματερή, σκουπιδότοπος ό.π.τ.