κουλατζόκκο
(ουσ. ουδ.)
κουλαdζ̑όκκο
[kulaˈʤoko]
Φάρασ.
γκουλαdζ̑όκκο
[gulaˈʤoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
2. Φιδάκι
:
Γράτσε λϊέγα φσ̑όκκα σκοτώνκαν μο τα θάλε τσ̑αι μο τα ραβdόκκα αν γκουλαdζ̑όκκο
(Είδε λίγα παιδάκια που σκότωναν με τις πέτρες και με τα ραβδιά ένα φιδάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το κουλαdζ̑όκκο ήρτε, στάθη μπρόν του
(Το φιδάκι ήρθε, στάθηκε μπροστά του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
κουλάκι