ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλατζόκκο (ουσ. ουδ.) κουλαdζ̑όκκο [kulaˈʤoko] Φάρασ. γκουλαdζ̑όκκο [gulaˈʤoko] Φάρασ. Από το ουσ. κουλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
1. Φίδι : Α ημέρα 'φόdες πααίνκε σο σκόλειο, είχαν δύο φσ̑όκκα αν γκουλαdζ̑όκκο (Μια μέρα ενώ πήγαινε στο σχολείο, δύο παιδιά είχαν ένα φιδάκι) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γιλάν, κουλάκι, φίδι
2. Φιδάκι : Γράτσε λϊέγα φσ̑όκκα σκοτώνκαν μο τα θάλε τσ̑αι μο τα ραβdόκκα αν γκουλαdζ̑όκκο (Είδε λίγα παιδάκια που σκότωναν με τις πέτρες και με τα ραβδιά ένα φιδάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το κουλαdζ̑όκκο ήρτε, στάθη μπρόν του (Το φιδάκι ήρθε, στάθηκε μπροστά του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. κουλάκι