ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουλατζόκκο (ουσ. ουδ.) κουλατζ̑όκκο [kulaˈʤoko] Φάρασ. Από το ουσ. κουλάκι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Φιδάκι : Α ημέρα 'φόdες πααίνκε σο σκόλειο, είχαν δύο φσ̑όκκα αν gουλατζ̑όκκο (Μιά μέρα ενώ πήγαινε στο σχολείο, δύο παιδιά είχαν ένα φιδάκι) Φάρασ. -Dawk. Γράτσε λι-έγα φσ̑όκκα σκοτώνκαν μο τα θάλε τσ̑αι μο τα ραβdόκκα αν γκουλατζ̑όκκο (Είδε λίγα παιδάκια που σκότωναν με τις πέτρες και με τα ραβδιά ένα φιδάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το κουλατζ̑όκκο ήρτε, στάθη μπρόν του (Το φιδάκι ήρθε, στάθηκε μπροστά του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. κουλάκι
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025