κούκρος
(ουσ. ουδ.)
κ͑ούκ͑ρος
[ˈkʰukʰros]
Φάρασ.
κούκος
[ˈkukos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
Πιθ. από το τουρκ. kükre = λύσσα, μάνιασμα, μέσω της σημ. ‘άφρισμα από λύσσα'.
1. Aφρός
Φάρασ.