κοκρεντίζω
(ρ.)
κ͑οκρεdίζω
[kʰokreˈdizo]
Αξ.
κοκρετίζου
[kokreˈtizu]
Μαλακ.
κ͑ουκ͑ρατίζω
[kʰukʰraˈtizο]
Φάρασ.
κοκρετώ
[kokreˈto]
Φλογ.
κ͑ουκ͑ρατώ
[kʰukʰraˈto]
Αφσάρ.
Αόρ.
κ͑οκρέτ'σα
[kʰoˈkretsa]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. kükremek =α) βρυχώμαι β) θεριεύω γ) ξεχειλίζω δ) αφρίζω από θυμό.
1. Φουσκώνω
ό.π.τ.
:
Το ζ̑υμάρ' κ͑οκρέτ'σεν
(Το ζυμάρι φούσκωσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Αφρίζω
Αφσάρ., Φάρασ.