ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκρεντίζω (ρ.) κ͑οκρεdίζω [kʰokreˈdizo] Αξ. κοκρετίζου [kokreˈtizu] Μαλακ. κ͑ουκ͑ρατίζω [kʰukʰraˈtizο] Φάρασ. κοκρετώ [kokreˈto] Φλογ. κ͑ουκ͑ρατώ [kʰukʰraˈto] Αφσάρ. Αόρ. κ͑οκρέτ'σα [kʰoˈkretsa] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. ρ. kükremek =α) βρυχώμαι β) θεριεύω γ) ξεχειλίζω δ) αφρίζω από θυμό.
1. Φουσκώνω ό.π.τ. : Το ζ̑υμάρ' κ͑οκρέτ'σεν (Το ζυμάρι φούσκωσε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Αφρίζω Αφσάρ., Φάρασ.