κιοπιουτσιάζω
(ρ.)
κιοπιουτσ̑άζου
[copʝuˈtsʝazu]
Μισθ.
Από το ουσ. κιοπούκι, όπου και τύπ. κιοπιούτσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αφρίζω, βγάζω αφρούς