ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κινατζίκ (ουσ. ουδ.) κ̇ιναdζίχ [kɯnaˈdzix] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. kınacık = ασθένεια των δημητριακών (puccinia graminis).
Σκωρίαση, ασθένεια των σιτηρών, λόγω της οποίας ο μίσχος και τα φύλλα αποκτούν το χρώμα της σκουριάς