κινατζίκ
(ουσ. ουδ.)
κ̇ιναdζίχ
[kɯnaˈdzix]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kınacık = ασθένεια των δημητριακών (puccinia graminis).
Σκωρίαση, ασθένεια των σιτηρών, λόγω της οποίας ο μίσχος και τα φύλλα αποκτούν το χρώμα της σκουριάς