ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιορ (επίθ.) κιορ [cor] Φάρασ. κ͑όρ’ [kʰor] Αξ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. γκιορ [ɟor] Μισθ. Θηλ. κ͑όρ’τ͑σα [ˈkʰortʰsa] Φάρασ. Ουδ. κ͑όρι [ˈkʰori] Φάρασ. Πληθ. κόρια [ˈkorʝa] Σινασσ. κόρε [ˈkore] Φάρασ. κόρ'ντοι [ˈkordi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kör (< περσ. kūr ή kōr) =α) τυφλός β) αμβλύς, όπου και διαλεκτ. τύπ. kor (THADS, λ. kor VI).
1. Τυφλός ό.π.τ. : Ιτό τσ̑είδι γκιόρ (Αυτός είναι τυφλός) Μισθ. -Κοτσαν. Ποίκ' τα φτάλμε του κόρε (Κάνε τα μάτια του τυφλά, τύφλωσέ τον) Φάρασ. -Dawk. Τα ίδα̈ τζ̑αι τα τακάδα̈ πααίνgαν τζ̑αι τρώνgεν τα αν κ͑όρι λύκος (Τα γίδια και τα τραγιά πήγαιναν και τα έτρωγε ένας τυφλός λύκος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ο Θεός ταμάν του δίδει σον κ͑όριν το λύκο το γ̇ισμάτι του (Ο Θεός που δίνει στον τυφλό τον λύκο την μοίρα του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πιέσαν τον κιορ αωπό, 'κόνσαν τα σο γουγί (Έπιασαν την τυφλή αλεπού, την έρριξαν στον λάκκο) Φάρασ. -Παπαδ. Εύρου με σεράνdα κόρ'ντοι (Βρες μου σαράντα τυφλούς) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Να ιδώ τον όηλον κορ (Να δω τον ήλιο, δηλ. να ξημερωθώ, τυφλός˙ όρκος) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. τυφλός
β. Μτφ., παράλογος Φάρασ.
2. Αμβλύς, μη κοφτερός Μαλακ. Πβ. κορεύω