κιορ
(επίθ.)
κιορ
[cor]
Φάρασ.
κ͑όρ’
[kʰor]
Αξ., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γκιορ
[ɟor]
Μισθ.
Θηλ.
κ͑όρ’τ͑σα
[ˈkʰortʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
κ͑όρι
[ˈkʰori]
Φάρασ.
Πληθ.
κόρια
[ˈkorʝa]
Σινασσ.
κόρε
[ˈkore]
Φάρασ.
κόρ'ντοι
[ˈkordi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kör (< περσ. kūr ή kōr) =α) τυφλός β) αμβλύς, όπου και διαλεκτ. τύπ. kor (THADS, λ. kor VI).
1. Τυφλός
ό.π.τ.
:
Ιτό τσ̑είδι γκιόρ
(Αυτός είναι τυφλός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ποίκ' τα φτάλμε του κόρε
(Κάνε τα μάτια του τυφλά, τύφλωσέ τον)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα ίδα̈ τζ̑αι τα τακάδα̈ πααίνgαν τζ̑αι τρώνgεν τα αν κ͑όρι λύκος
(Τα γίδια και τα τραγιά πήγαιναν και τα έτρωγε ένας τυφλός λύκος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ο Θεός ταμάν του δίδει σον κ͑όριν το λύκο το γ̇ισμάτι του
(Ο Θεός που δίνει στον τυφλό τον λύκο την μοίρα του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πιέσαν τον κιορ αωπό, 'κόνσαν τα σο γουγί
(Έπιασαν την τυφλή αλεπού, την έρριξαν στον λάκκο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Εύρου με σεράνdα κόρ'ντοι
(Βρες μου σαράντα τυφλούς)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Να ιδώ τον όηλον κορ
(Να δω τον ήλιο, δηλ. να ξημερωθώ, τυφλός˙ όρκος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
τυφλός
β.
Μτφ., παράλογος
Φάρασ.