κινάω
(ρ.)
τσ̑ινάω
[tʃiˈnao]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. κινῶ.
Μπουμπουκιάζω
:
Τσ̑ινούν τα σίδε
(Μπουμπουκιάζουν οι ιτιές)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
γγαστρώνω :3, ξυπνώ, τομουρτζουκλαντίζω