κιμπάρης
(επίθ.)
κιμπάρης
[ciˈbaris]
Σινασσ.
κιbάρ
[ciˈbar]
Αξ.
κιπ͑άρ
[ciˈpʰar]
Μαλακ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επιθ. kibar = ευγενής, αρχοντικός, αριστοκρατικός.
1. Ευγενής, αξιοπρεπής, αρχοντικός
Μαλακ., Φάρασ.
2. Κομψός, ωραίος
Αξ.