ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιμπάρης (επίθ.) κιμπάρης [ciˈbaris] Σινασσ. κιbάρ [ciˈbar] Αξ. κιπ͑άρ [ciˈpʰar] Μαλακ., Φάρασ. Από το τουρκ. επιθ. kibar = ευγενής, αρχοντικός, αριστοκρατικός.
1. Ευγενής, αξιοπρεπής, αρχοντικός Μαλακ., Φάρασ.
2. Κομψός, ωραίος Αξ.