ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιμί (αντων.) κιμί [ciˈmi] Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. κιμισί [cimiˈsi] Τελμ., Φάρασ. Από την τουρκ. αντων. kim = κάποιος και kimisi = κάποιος/κάποιοι απ' αυτούς. Λόγω μορφικής εγγύτητας, υφίσταται σύγχυση του τύπ. κιμισί με το επίθ. ήμισυς στον πληθ. Πβ. ήμισυς
Μερικοί, κάποιοι ό.π.τ. : Δεν έχισκαν όλα τα σπίτσ̑α, κιμισί έχισκαν, κιμισί δεν έχισκαν (Δεν είχαν όλα τα σπίτια, κάποια είχαν και κάποια δεν είχαν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ήσανdε καφιατζήδες, τάημισα ήσανdε γαβάζοι, χαμάλε, παραγιοί, κιμί φιακνείνκανε χάνι, κιμί ήσανdε οταπασήδες (Ήτανε καφετζήδες, άλλοι ήτανε κλητήρες, χαμάληδες, παραγιοί, κάποιοι άνοιγαν πανδοχεία, κάποιοι ήταν υπηρέτες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παγάσκανε κιμί α χια τζ̑ερί χαρίστζ̑εν ντα σην εκκλεσία (Πήγαιναν μερικοί μιά οκά κερί, το χάριζαν στην εκκλησία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κίμι ντάμα σ᾽ vτ’ έφ'χαν, ήρταν πάλ᾽ πήαν (Μερικοί που έφυγαν μαζί σου γύρισαν και ξαναπήγαν) Τσαρικ. -Καραλ. Τα κιμί έρονται παραμαίν'νε· τα πολλά, τα κόμματα αν είναι αλάργα ασ' σο χωριό, κοιμούνται σο γιαζί (Μερικοί έρχονται και γυρίζουν σπίτι· οι περισσότεροι, αν τα χωράφια είναι μακριά από το χωριό, κοιμούνται στην εξοχή) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Τα κιμί κουβάλ’σαν ασ' σο Πούτρα κουφέκια (Μερικοί έφεραν από την Πούτρα λευκές μαλακές πέτρες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811