ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλντώ (ρ.) Παρατατ. qι̂́λντανα [ˈqɯldana] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. kılmak = κάνω.
Κάνω Φλογ. : Μοτ φέγνει το τσ̑αι̂́ρ' απάνω, τὄνα qι̂́λντανεν ναμάς (Καθώς περπατούσε πάνω στην γη, ένας άντρας έκανε την προσευχή του) Φλογ. -Dawk.