κιλντώ
(ρ.)
Παρατατ.
qι̂́λντανα
[ˈqɯldana]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. kılmak = κάνω.
Κάνω
Φλογ.
:
Μοτ φέγνει το τσ̑αι̂́ρ' απάνω, τὄνα qι̂́λντανεν ναμάς
(Καθώς περπατούσε πάνω στην γη, ένας άντρας έκανε την προσευχή του)
Φλογ.
-Dawk.