κιλόθι
(επίρρ.)
κιλόθι
[ciˈloθi]
Μαλακ.
Πιθ. από το επίρρ. ακλούθι =ακολούθως (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀκλούθα, ἀκλούθι).