κιμιά (I)
(ουσ. ουδ.)
κιμιά
[cimˈɲa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. kimya = α) χημεία β) πολύτιμο αντικείμενο με σπάνια χαρίσματα. Πβ. το ποντ. ουσ. κιμίγια = α) μυθικό φυτό με μαγικές ιδιότητες β) ευώδες φυτό.
1. Δυσεύρετο φυτό με ιδιαίτερη ευωδία, του οπ. ο καρπός χρησιμοποιείται ως άρωμα
2. Κάθε δυσεύρετο πράγμα