ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιμιά (I) (ουσ. ουδ.) κιμιά [cimˈɲa] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. kimya = α) χημεία β) πολύτιμο αντικείμενο με σπάνια χαρίσματα. Πβ. το ποντ. ουσ. κιμίγια = α) μυθικό φυτό με μαγικές ιδιότητες β) ευώδες φυτό.
1. Δυσεύρετο φυτό με ιδιαίτερη ευωδία, του οπ. ο καρπός χρησιμοποιείται ως άρωμα
2. Κάθε δυσεύρετο πράγμα