ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιματλί (επίθ.) qîματλî́ [qɯmat'lɯ] Μαλακ. γ̇ιιματ͑λούς [ɣiimatʰ'lus] Φάρασ. Θηλ. γ̇ιιματ͑λούσα [ɣiimatʰ'lusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kıymetli = πολύτιμος. Το θηλ. γ̇ιιματ͑λούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο γ̇ιιματ͑λούς.
Πολύτιμος ό.π.τ. : Κι πότι βγιν, έκλιψιν ένα qîματλî́ πράμα (Και όπως έβγαινε έξω, έκλεψε ένα πολύτιμο αντικείμενο) Μαλακ. -Dawk. Συνών. ατίμητος :2, κνιπός