κιματλί
(επίθ.)
qîματλî́
[qɯmat'lɯ]
Μαλακ.
γ̇ιιματ͑λούς
[ɣiimatʰ'lus]
Φάρασ.
Θηλ.
γ̇ιιματ͑λούσα
[ɣiimatʰ'lusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kıymetli = πολύτιμος. Το θηλ. γ̇ιιματ͑λούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο γ̇ιιματ͑λούς.
Πολύτιμος
ό.π.τ.
:
Κι πότι βγιν, έκλιψιν ένα qîματλî́ πράμα
(Και όπως έβγαινε έξω, έκλεψε ένα πολύτιμο αντικείμενο)
Μαλακ.
-Dawk.
Συνών.
ατίμητος :2, κνιπός