κιλτσίκι
(ουσ. ουδ.)
qι̂λτσι̂́κ'
[qɯlˈtʃɯk]
Μαλακ.
γ̇ιλτσ̑ιχ̇ι
[ɣilˈtʃixi]
Φάρασ.
γ̇ιλτσ̑ιχ'
[ɣilˈtʃix]
Δίλ., Τζαλ.
γουλτσούχ'
[ɣulˈtsux ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kılçık = α) ψαροκόκκαλο β) διαλεκτ., σκύβαλο.
1. Αγκίδα, μικρό ψαροκόκκαλο
Μαλακ., Μισθ.
:
Σέμην ’να γουλτσούχ σου γουργούρι μ'
(Μπήκε μιά αγκίδα στον λαιμό μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.