ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιλτσίκι (ουσ. ουδ.) qι̂λτσι̂́κ' [qɯlˈtʃɯk] Μαλακ. γ̇ιλτσ̑ιχ̇ι [ɣilˈtʃixi] Φάρασ. γ̇ιλτσ̑ιχ' [ɣilˈtʃix] Δίλ., Τζαλ. γουλτσούχ' [ɣulˈtsux ] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kılçık = α) ψαροκόκκαλο β) διαλεκτ., σκύβαλο.
1. Αγκίδα, μικρό ψαροκόκκαλο Μαλακ., Μισθ. : Σέμην ’να γουλτσούχ σου γουργούρι μ' (Μπήκε μιά αγκίδα στον λαιμό μου) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Σκύβαλο Δίλ., Τζαλ., Φάρασ. Συνών. κεσμούκι :1