κιλιμτσής
(ουσ. αρσ.)
κιλιμτσ̑ής
[cilimˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kilimci = αυτός που πουλά κιλίμια.
Αυτός ο οποίος υφαίνει κιλίμια
βλ.
κιλίμι