κιλιμτσής
(ουσ. αρσ.)
κιλιμτσ̑ής
[cilimˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kilimci = αυτός που πουλά κιλίμια.
Αυτός ο οποίος υφαίνει κιλίμια, χαλιά ή τάπητες
Πβ.
τσουλτσής
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025