ποίκω
(ρ.)
Αόρ.
εποίκα
[ˈpika]
Τελμ., Φάρασ.
ποίκα
[ˈpika]
Αφσάρ., Σίλ., Τσελτ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
bοίκα
[ˈbika]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ.
έποικα
[ˈepika]
Φερτάκ.
έπ'κα
[ˈepka]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Φερτάκ.
έπ'gα
[ˈepga]
Ουλαγ., Τελμ.
έκα
[ˈeka]
Φερτάκ.
Υποτ.
ποίκω
[ˈpiko]
Αφσάρ., Καππ., Καρατζάβ., Φάρασ.
'οίκω
[ˈiko]
Φάρασ.
ποίκου
[ˈpiku]
Αφσάρ., Μισθ.
bοίκω
[ˈbiko]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
bοίκου
[ˈbiku]
Μισθ.
ποιέσου
[ˈpisu]
Αφσάρ.
ποίσου
[ˈpisu]
Σίλ.
π'κώ
[pko]
Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ.
π'gώ
[pgo]
Ουλαγ.
κω
[ko]
Φερτάκ.
Προστ. Εν.
ποίκε
[ˈpice]
Καππ.
bοίκε
[ˈbice]
Αξ.
ποίτσ̑ε
[ˈpitʃe]
Φάρασ.
ποίσου
[ˈpisu]
Σίλ.
ποίdζ̑ε
[ˈpidʒe]
Αφσάρ.
π'κέ
[ˈpce]
Ουλαγ.
π'gέ
[ˈpɟe]
Ουλαγ., Φερτάκ.
ποίκ'
[pik]
Τσουχούρ., Φάρασ.
bοικ'
[bik]
Φάρασ.
ποίσ'
[pis]
Σίλ.
Πληθ.
bοίκετ'
[ˈbicet]
Αραβαν.
ποίdζ̑ετε
[ˈpidʒete]
Φάρασ.
Μτχ.
ποικ'μένο
[pikˈmeno]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ποιῶ με μεταπλ. βάσει του μεσν. αορ. ἔποικα < αρχ. παρακείμ. πέποικα. Οι τύπ. αορ. συχνά λειτουργούν ως υποκατάστατοι για το ρ. φτιάχνω - σάνω.
1. Kατασκευάζω, παράγω με τις σωματικές ή πνευματικές μου δυνάμεις ή ικανότητες ένα υλικό ή πνευματικό έργο
ό.π.τ.
:
bοίκα ντ' όργου μ'
(Έκανα την δουλειά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εσ̑ύνα ετό ως να το ποίκεις, εγώνα να 'ποθάνω
(Εσύ μέχρι να το κάνεις αυτό, εγώ θα πεθάνω)
Ανακ.
-Cost.
Μη κλέβιτ', να ποίκουμ' νάμα
(Μην κλέβετε, (γιατί μ' αυτό το κρασί) θα κάνουμε νάμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Nα πάου σου μύλους να bοίκου αλέβιρ
(Θα πάω στον μύλο να φτιάξω αλεύρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αψά να το ποίσουμι
(Να το κάνουμε γρήγορα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ποίκε το 'μο τ' όργο ισ̑ύ τσ̑ι 'γώ ένα μέρα να ποίκω το σον τ' όργο
(Κάνε τη δουλειά μου εσύ κι εγώ μιά μέρα θα κάνω τη δική σου δουλειά)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Εμέ π'κέ με ένα τϋφέκ'
(Εμένα φτιάξε μου ένα τουφέκι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έφσαξαν το γιάδι· ποίκαν ντα κ͑αβουρμάς
(Έσφαξαν την αγελάδα· την έκαναν καβουρμά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ό,τ’ που να ποίκ’, ατό έν' το ιχπάλι σου
(Ό,τι και να κάνεις, αυτή είναι η μοίρα σου )
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Ντεν έπ'κε ένα σ̑έι
(Δεν έκανε ένα πράγμα˙ Δεν έκανε τίποτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Του τζ̑ο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(Με την δουλειά που δεν μπορεί να κάνει κάποιος, ας μην καταπιάνεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Α̈ρ να είσ̑εν γκαοσύνη, έμbρο χα ποίτσ̑ει σου 'του το τσ̑ουφάλι τσ̑αι 'στέρου ση 'σονα
(Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θα έκανε καλό στο δικό του κεφάλι και ύστερα στο δικό σου˙ Το έλεγαν σε εκείνους που επαινούσαν τις καλοσύνες κάποιου επειδή όλο τους έδινε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'Νανόστου του 'α νάρτει σο στερνό σου τσ̑αι 'στέρου ποίκ' τ' όργο
(Σκέψου εκείνο που θα' ρθει στα στερνά σου και ύστερα κάνε ό,τι είναι να κάνεις)
Φάρασ.
-Φαρασόπ.
Συνών.
ισιάζω, κρούω, σάνω, φτιάχνω
β.
σε φρ. σε συνδυασμό με ουσ. αντί του αντίστοιχου μονολεκτικού ρημ.
:
|| Φρ.
Έπ'κεν ντο χασρέσ̑'
(Τον έκανε νοσταλγία
˙
Τον νοστάλγησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ποίκω τερπι-άς
(Κάνω συμβουλές
˙
Συμβουλεύω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Εκτελώ, διαπράττω, προκαλώ κάτι
ό.π.τ.
:
Έπ'κε σο πατισ̑άχο ομbρό ένα τεμεν-νάχ'
(Έκανε ένα τεμενά μπροστά στον βασιλιά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιόρον', λε, τ' άλλα τα είπες ποίκα τα, ιτό δεν μπορώ να το ποίκω
(Γέρο, λέει, τα άλλα που είπες τα έκανα, αυτό δεν μπορώ να το κάνω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
"Πε τα σο βαβά μ' ας με ποίκ' ένα ντεμιριώνας ραβτζ̑ί". Και βαβά τ' εποίκεν ντο
(Πες τον πατέρα μου να μου φτιάξει ένα σιδερένιο ραβδί" Και ο πατέρας του του έκανε)
Τελμ.
-Dawk.
Ποίσασ' γαβγά, ρεν καλανdζ̑εύγουσι
(Επειδή μάλωσαν, δεν μιλιούνται)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήφεραν χεκίμνια, το κορίσ̑' ήφεραν ντο λίγο σα καλά τ' άμ-μα τσ̑ι να το π'κείς; Μέρα μι το μέρα σον το κερί ερίdιζε
(Έφεραν γιατρούς, το κορίτσι το έφεραν λίγο τα καλά του αλλά τι να το κάνεις; Μέρα με τη μέρα έλιωνε σαν το κερί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Είπεν ντο να το ειπεί ταχύ ας εβγεί ασ' τα τσ̑ουχόζια μι τα ασκέρια τ' ντάμα κι αζ μποίκ' μουχαρεbέ
(Και της είπε να του πει αύριο να βγει έξω από τα τείχη μαζί με τους στρατιώτες του και να κάνει πόλεμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Nα πάου σου τσαρτσί να ποίκου αλαή ντα φορτσέ μ'
(Θα πάω στην αγορά να κάνω αλλαγή τα ρούχα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Οπότιν κι αν έρσ̑ιγι στου σπίτσ̑ι, είσ̑ι να ποίσουσ̑ι γαβγά
(Όποτε ερχόταν στο σπίτι, θα μαλώναν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πά με μποίκ';
(Τι θα μου κάνεις;)
Φάρασ.
-Dawk.
Να ιδώμες τούς 'ά'ν'τα ποίκωμες
(Να δούμε τι θα κάνουμε)
Φάρασ.
-Lag.
Π' 'άν’dα 'οίκ' αdό το θάλι;
(Τι θα κάνεις με αυτή την πέτρα;)
Φάρασ.
-Dawk.
Ό,τσ̑ι και ποίκεις, ποίκε, εμένα να γουλτώεις
(Ό,τι είναι να κάνεις, κάνε, για να με γλυτώσεις)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτό έχ' ένα ντεστάν'. Αν ντο π'κείς, να το πάρεις
(Εδώ είναι μιά δοκιμασία. Αν τα καταφέρεις, θα την κερδίσεις (την πανέμορφη κοπέλα))
Ουλαγ.
-Dawk.
Αδέ π' 'α ποικ;
(Τι μπορείς να κάνεις εδώ;)
Φάρασ.
-Dawk.
Εδώ, να ιδούμι πο θελ ν ποικ
((Έλα) εδώ, να δούμε τι θέλεις να κάνεις)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τσ̑ιπ τούνοι ποίκανι χαΐρι
(Όλοι αυτοί μου κάναν καλό)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ποισ' σάbρι πολύ, να νάβρεις καλοσ̑ύνια πολλά
(Κάνε πολύ υπομονή, για να βρεις πολύ καλό)
Μισθ.
-Dawk.
Δείξε με ντα· ντα ποιέσου ντα
(Δείξε μου τα (ενν. αυτ΄που θέλεις)· θα τα κάνω)
Αφσάρ.
-Dawk.
bοίκε το και το παίν' στράτα με παίνεις
(Κάνε το και στον δρόμο στον οποίο πηγαίνει, μην πηγαίνεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μο του πεις ατσ̑εί πώς ποίτσ̑ις;
(Με το να πήγες εκεί τι έκανες;)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Πολύ καλά το bοίκες
(Πολύ καλά το έκανες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τίπους μη ποίτσ̑εις!
(Μην κάνεις τίποτα!)
Φάρασ.
-Bağr.
Π'γκέ ένα γεμίν'
(Κάνε έναν όρκο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Εγώ π' 'αν ντα 'οίκω;
(Εγώ τι θα το κάνω;)
Φάρασ.
-Dawk.
Τουζ αν ντα ποίκω;
(Πώς να το κάνω, τί να κάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
'στέρο τζ̑ο πόρ'κε να βγάλει το τζεφάλι· σωρεύταν του σπιτιού οι νομάτε: «Να ιδόμες τούς 'άν'dα ποίκομες»
(Ύστερα δεν μπορούσε να βγάλει το κεφάλι (του από το πιθάρι). Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι του σπιτιού να δουν πώς θα αντιδράσουν)
Φάρασ.
-Lag.
|| Φρ.
Ποίκα χρεία
(Έκανα παραγγελία˙ Έδωσα παραγγελία)
Φάρασ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Ποικ' τα τσ̑' αδα̈́, ν’dα ιδούμε!
(Καν' το κι εδώ, να το δούμε (κι εμείς)˙ Λεγόταν ε εκείνους που καυχιούνταν ότι έκαναν αλλού κάτι θαυμαστό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ποίτσ̑ες έργατα σην bόλην τσ̑αι σο Ισμύρι
(Έκανες κατορθώματα στην Πόλη και στην Σμύρνη˙ Λεγόταν ειρωνικά σε εκείνους που καυχιόνταν ότι τάχα έκανα σπουδαία κατορθώματα στα ταξίδια τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ποίτσ̑ε χαΐρι· ένι 'σ' του πας σο Χριστό τσ̑αφ' καό
(Κάνε ελεημοσύνη· είναι καλύτερο από το να πας στον Άγιο Τάφο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Έχω, αποκτώ προς χρήση
:
|| Παροιμ.
Αν ντεν έχεις αυλή, τ' άλογο τσ̑ι να το π'κεις;
(Αν δεν έχεις αυλή, το άλογο τι να το κάνεις;˙ Για όσους ετοιμάζονται να κάνουν κάτι χωρίς να έχουν τα απαραίτητα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιαλάχιν τζ̑ο 'σεις. Το στσ̑υλ-λί πα νdα ποικ;
(Γαβάθα δεν έχεις. Το σκυλί τι να το κάνεις;˙ Για όσους ετοιμάζονται να κάνουν κάτι χωρίς να έχουν τα απαραίτητα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Ασκώ καθοριστική επίδραση, συμβάλλω αποφασιστικά στην διαμόρφωση ή στην εξέλιξη ενός προσώπου ή ζώου
:
Βούρα-βούρα σο κιφάλι τ', έπ'καν ντο μανgαφά
(Χτύπα χτύπα τον στο κεφάλι, τον έκανα βλάκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και το κορίτσ̑' εdίλεψέν ντο και έπ'κεν ντο έν' άλογο 'ς εκείνο κοντά ασ' σο κορίτσ̑' μεdέ κανείνα ντεν αφήνισ̑κε
(Και το τάισε και το έκανε να είναι ένα άλογο που δεν άφηνε να είναι κανείς άλλος κοντά του εκτός από το κορίτσι )
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ποίκεν το άνθρωπος
(Τον έκανε άνθρωπο)
Ανακ.
-Cost.
5. Τελώ
ό.π.τ.
:
Έπ'καν το γάμος
(Έκαναν τον γάμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ποίκα ένα γάμου, οπ' του κόσμου του γάμου 'ένηκι χοσ̑ά
(Έκανα έναν γάμο, έγινε ο καλύτερος του κόσμου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ποίκα γουρbάν'
(Έκανα θυσία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να μας ποισ' αγιασμός
(Να μας κάνει αγιασμό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έπ'gαν σεράνdα μέρες γάμος
(Έκαναν γάμο 40 μέρες)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ύστερα ο βασιλιάς ποίκε σεράdα μέρες και σεράνdα νύχτες γάμο
(Ύστερα ο βασιλιάς έκανε γάμο (που κράτησε) σαράντα μερόνυχτα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ατζ̑εί ποίκαν ντο γάμο
(Εκεί έκαναν τον γάμο)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσ̑αι dεστέρου να ποικ το γάμου, τα παρ, τα κατεβάς το νύφη σο κ͑ονάχι
(Και ύστερα θα κάνεις τον γάμο, θα την πάρεις, θα την κατεβάσεις την νύφη στο παλάτι )
Τσουχούρ.
-Dawk.
6. Τροποποιώ, μεταβάλλω την κάτασταση κάποιου
ό.π.τ.
:
Αdέ ντο γέρο bοικ' ντα δεκαπένdε χρονώ dελιgανούς
(Κάνε αυτόν τον γέρο ένα νεαρό 15 ετών)
Φάρασ.
-Dawk.
Ποίκα μας γιούφτ'
(Μας έκαναν γύφτους (δηλ. μας βάλανε να ζούμε σε ταντίρια σαν τους τσιγγάνους, κατά την πρώτη περίοδο της Ανταλλαγής όταν φτάσαμε στην Ελλάδα))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κανείνα πάλι τζ̑ό 'χω ν'τα ποίκω σιζ ασκέροι μου τζ̑ουφαλάς
(Κανέναν πάλι δεν έχω να τον κάνω επικεφαλής στους στρατιώτες μου)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Εγώ εσέ να σε μποίκω γαμπρός
(Εγώ εσένα θα σε κάνω γαμπρό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Έπ'κεν ντο ένα παρεγιού
(Τον έκανε ενός παρά˙ Τον εξευτέλισε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ποίκα τα ώνι
(Τα έκανα αλώνι˙ Τα έκανα άνω κάτω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ζουνάρι ποίτσ̑εν ντα 'σ' το ραφίδι
(Το ζωνάρι μας το έκανε (να είναι) από τριχιά˙ Το έλεγαν, όταν λόγω μιας κακοδιαχείρισης κάποιι φτώχαιναν έτσι ώστε ενώ προτύτερα τα ζωνάρια τους ήταν φαρδιά και πλούσια, τώρα ήταν πια μίζερα, από τριχιά.)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
8. Αποκτώ απογόνους
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Το γιάδι ποίτσ̑ιν τανάσ'
(Η αγελάδα γέννησε ένα μοσχάρι)
Φάρασ.
-Bağr.
Έκατσαν ’dάμα υστέρου, ποίκαν και τσ̑οτσ̑ούχα
(Έζησαν μαζί ύστερα, έκαναν και παιδιά)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Ο κορνουξούζης ποίτσ̑ε α υιός· 'ἀν’dα 'γαπήσει ντέι, έβγκαλεν ντα 'ρτσ̑ίδε του
(Ο λαίμαργος έκανε έναν γιο· με το να τον αγαπήσει υπερβολικά του έβγαλε τ' αρχίδια˙ λεγόταν για τους αμόρφωτους και πλεονέκτες ανθρώπους, που με την πολλή αγάπη τους κατέληγαν να κάνουν κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
9. Κοστίζω
Φάρασ.
:
Να ήτουνε τσαι τ' άβου του το βράδιν του κομμένο, χα ποίτσ̑εν πενήνdα λίρες
(Αν ήταν και η υπόλοιπη ουρά του κομμένη, θα άξιζε πενήντα λίρες)
-Dawk.
Συνών.
αξιάζω, αχρήζω, λαχαίνω