ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολεμώ (ρ.) πολεμώ [poleˈmo] Ποτάμ., Σινασσ. πολεμίζω [poleˈmizo] Τροχ. Αρχ. ρ. πολεμῶ = κάνω πόλεμο, μάχομαι. Οι σημ. 1 και 2 μεσν. (βλ. Κριαρ.) και Κύπρ.
1. Προσπαθώ, πασχίζω ό.π.τ. : Η νύφ’ έχει στα χέρια της λεφτά και κλειών’ το χέρι' η κουμπάρα πολεμίζ’ να τα πάρ' (Η νύφη έχει στα χέρια της λεφτά και κλείνει το χέρι· η κουμπάρα προσπαθεί να της τα πάρει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Ασμ. Όλιος και το φεγγάριν επολεμούσανε
να μας χωρίσουν και δεν μπορούσανε
(Ο ήλιος και το φεγγάρι προσπαθούσαν
να μας χωρίσουν και δεν μπορούσαν)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
Συνών. παλεύω, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω
2. Εργάζομαι, δουλεύω ό.π.τ. : Σήμερα μεγάλη μέρα, μη πολεμάς (Σήμερα είναι μεγάλη μέρα, μην δουλεύεις) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Καλημέρα τζα Κλέπαρη, καλώς πολεμάς (Καλημέρα κυρα-Κλέπαρη, καλές δουλειές) Σινασσ. -Λεύκωμα