πολίτσα
(ουσ.)
πολίτσα
[pοˈlitsa]
Ανακ.
πόλισα
[ʹpolisa]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. πουλίτζα = έγγραφο, γραμμάτιο (πβ. Ζυγομαλ. Ἐπιτ. Βασιλικ. Σ 7.1 «Ὅταν τυχὸν χαθῇ τὸ συμβόλαιον, ἡ πουλίτζα ἡ γραμμένη ποῦ μαρτυρεῖ τὸ χρέος, δὲν παύει»), το οπ. από το ιταλ./βεν. polizza (< μεσν. λατιν. < αρχ. ουσ. ἀπόδειξις). Πβ. και τουρκ. ουσ. poliçe = α) γραμμάτιο β) απόδειξη.
Γραμμάτιο
ό.π.τ.
:
Πήγα σ' έναν, έκρεψα το πόλισα μ', ας είν' καλά άθρωπος, ξέβαλεν, δώκεν με
(Πήγα σε κάποιον, ζήτησα πίσω το χρέος που μου είχε, ας είναι καλά ο άνθρωπος, έβγαλε, μου το έδωσε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811