ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολίσης (ουσ. αρσ.) π͑ολίσης [pʰoˈlisis] Σατ., Φάρασ. Πληθ. πολίσοι [poˈlisi] Σατ. Aπό το τουρκ ουσ. polis = α) αστυνομία β) αστυνόμος, το οπ. από το γαλλ. police = αστυνομία.
Αστυνομικός ό.π.τ. : Δώτσεν μι ο πολίσης αν τσ̑ιπέ (Μου έδωσε ο αστυνομικός έναν μπάτσο) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Τζ̑ας ήρτα σο Μερτσ̑ίνι, πιέσαν μι οι πολίσοι (Μόλις ήρθα στη Μερσίνα, με έπιασαν οι αστυνομικοί) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Συνών. τζανταρμάς