ποκνίδι
(ουσ. ουδ.)
ποκνίδι
[poˈkniði]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από το ουσ. αποκοσκινίδι (βλ. ΙΛΝΕ). Εναλλακτικά από το ρ. ἀποκνίζω = αποκόπτω μικρό τεμάχιο, ή από μεταγν. ουσ. προκνίς (-ίδος) = είδος αποξηραμένου σύκου, πβ. αρχ. επίθ. περκνός = κυρίως για σταφύλι ή ελιά, σκουρόχρωμος λόγω ωρίμανσης.
Μίσχος σταφυλιού