ποκνίδι
(ουσ. ουδ.)
ποκνίδι
[poˈkniði]
Φάρασ.
Από το ρ. ἀποκνίζω = αποκόπτω μικρό τεμάχιο, ή από μεταγν. ουσ. προκνίς (-ίδος) = είδος αποξηραμένου σύκου, πβ. αρχ. επίθ. περκνός = σκουρόχρωμος λόγω ωρίμανσης, κυρ. για σταφύλι ή ελιά.
Μίσχος σταφυλιού
Τροποποιήθηκε: 04/07/2025