πολίτης
(ουσ. αρσ.)
πολίτ'ς
[poˈlits]
Μαλακ.
πολίτσ̑ης
[poˈlitʃis]
Γούρδ.
Πληθ.
πολίτ'
[poˈlit ]
Ανακ.
Αρχ. ουσ. πολίτης.
Άνθρωπος που κατοικεί ή έχει μεταναστεύσει σε πόλη, και ειδικότερα στην Κωνσταντινούπολη
Γούρδ., Μαλακ.
:
Έρχονdαι τα πολίτ’ μας, να πάμε καρσ̑ού τουνε
(Έρχονται οι ξενιτεμένοι μας από την Κωνσταντινούπολη, να πάμε απέναντι τους αν τους προϋπαντήσουμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.