ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολίτης (ουσ. αρσ.) πολίτ'ς [poˈlits] Μαλακ. πολίτσ̑ης [poˈlitʃis] Γούρδ. Πληθ. πολίτ' [poˈlit ] Ανακ. Αρχ. ουσ. πολίτης.
Άνθρωπος που κατοικεί ή έχει μεταναστεύσει σε πόλη, και ειδικότερα στην Κωνσταντινούπολη Γούρδ., Μαλακ. : Έρχονdαι τα πολίτ’ μας, να πάμε καρσ̑ού τουνε (Έρχονται οι ξενιτεμένοι μας από την Κωνσταντινούπολη, να πάμε απέναντι τους αν τους προϋπαντήσουμε) Ανακ. -Κωστ.Α.