πολύς
(επίθ.)
πολύς
[poˈlis]
Καππ., Φάρασ.
πολύ
[poˈli]
Καππ., Φάρασ.
Πληθ.
πολλά
[poˈla]
Καππ.
πουγά
[puˈɣa]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
πουά
[puˈa]
Φάρασ.
Aρχ. επίθ. πολύς.
Πολύς
Καππ.
:
Πέρνασαν πολλά χρόνια
(Πέρασαν πολλά χρόνια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντεν έιξαμ' πολλά παράια
(Δεν είχαμε πολλά λεφτά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ισ̑ύ κρίματα έχ̇Ις πολλά
(Εσύ έχεις πολλές αμαρτίες)
Φλογ.
-Dawk.
Σ̑αίρεται τα πουά ‘ρνίθα του χα φα
(Χαίρεται για τις πολλές κότες που θα φάει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Αdζ̑έ σ’ ορμάνι ήσανdαι πουά λύτσ̑οι
(Σε εκείνο το δάσος ήτανε πολλοί λύκοι)
Φάρασ.
-Dawk.
Σου Άθηνα δαρά, πολλά ιντσάν'
(Στην Αθήνα τώρα, πολλοί άνθρωποι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Με την προσθήκη του άρθρ., περισσσότερος
Καππ.
:
Τα πολλά πόθαναν
(Οι περισσότεροι πέθαναν
)
Ανακ.
-Cost.