ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολύς (επίθ.) πολύς [poˈlis] Καππ., Φάρασ. πολύ [poˈli] Καππ., Φάρασ. Πληθ. πολλά [poˈla] Καππ. πουγά [puˈɣa] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ. πουά [puˈa] Φάρασ. Aρχ. επίθ. πολύς.
Πολύς Καππ. : Πέρνασαν πολλά χρόνια (Πέρασαν πολλά χρόνια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντεν έιξαμ' πολλά παράια (Δεν είχαμε πολλά λεφτά) Μισθ. -Κοτσαν. Ισ̑ύ κρίματα έχ̇Ις πολλά (Εσύ έχεις πολλές αμαρτίες) Φλογ. -Dawk. Σ̑αίρεται τα πουά ‘ρνίθα του χα φα (Χαίρεται για τις πολλές κότες που θα φάει) Φάρασ. -Παπαδ. Αdζ̑έ σ’ ορμάνι ήσανdαι πουά λύτσ̑οι (Σε εκείνο το δάσος ήτανε πολλοί λύκοι) Φάρασ. -Dawk. Σου Άθηνα δαρά, πολλά ιντσάν' (Στην Αθήνα τώρα, πολλοί άνθρωποι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
β. Με την προσθήκη του άρθρ., περισσσότερος Καππ. : Τα πολλά πόθαναν (Οι περισσότεροι πέθαναν ) Ανακ. -Cost.