πονεσιά
(ουσ. θηλ.)
πονισιά
[poniˈsça]
Μαλακ.
Aπό το ρ. πονώ (θ. αορ. πονεσ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Πόνος ματιού, στομαχιού κλπ
Συνών.
αγρί, πόνεμα, πόνος, σουλάιμα :1