πόμπολυ
(επίρρ.)
πόμbολυ
[ʹpomboli]
Μαλακ., Φερτάκ.
Από το επίρρ. πολύ με εμφατ. αναδιπλ.
Πβ.
λίπ-λιγος
Πάρα πολύ
ό.π.τ.