ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποντικός (ουσ. αρσ.) πονdικός [pondiˈkos] Αφσάρ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. ποϊνdικός [poindiˈkos] Φερτάκ. πινdικός [pindiˈkos] Αξ., Δίλ., Καρατζάβ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ. π͑ινdικός [pʰindiˈkos] Μισθ. πινdικό [pindiˈko] Ουλαγ., Σίλατ. πανdικός [pandiˈkos] Φάρασ. πονdζ̑ικός [pondʒiˈkos] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ. πουνdζ̑ουκός [pundʒuˈkos] Σίλ. Εν. Γεν. πενdικιού [pendiˈcu] Μισθ. Μεσν. ουσ. ποντικός (< αρχ. φρ. ποντικὸς μῦς = ο προερχόμενος από τον Πόντο).
1. Ποντικός ό.π.τ. : Πονdζ̑ικού βέτσα (Ποντικοκούραδα) Αραβαν., Γούρδ. -Καράμπ. Μέ ντου τρώς ντου ψωμίμ τσείδι νταγκμένου απ΄ του πινdικός (Μην το τρώς το ψωμί, είναι δαγκωμένο από τον ποντικό) Μισθ. -Κοτσαν. Eις πουνdζ̑ουκός πιάσ'κι σ' ντουζάχ' (Ένας ποντικός πιάστηκε στην φάκα) Και νύχτα πατισ̑άχου το κορίσ̑΄ πότε κοιμάτουν, το πισίκα έπιασε ένα πινdικό (Και τη νύχτα, όταν κοιμόταν η κόρη του βασιλιά, η γάτα έπιασε έναν ποντικό) Φερτάκ. -Dawk. Ένα πινdικός ξέβην απ' του τυρπί (Ένας ποντικός βγήκε από την τρύπα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αράϊζει πινdικού τυρπί να χα̈κΙλντίσ' να μει (Ψάχνει ποντικότρυπα να να τρυπώσει να μπει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Tεγός να σε χαρίσ' και ποντικός να σε τερίσ' (Θεός να σου χαρίσει και ποντικός να σε καταστρέψει˙ Οξύμωρη ευχή) Φερτάκ. -Αρχέλ. Πουνdζ̑ουκός χωρίς να νά 'σ̑η μάτσ̑α (Ποντικός χωρίς να έχει μάτια˙ Τυφλοπόντικας) -Κωστ.Σ. Πεντικιού λάι (Ποντικόλαδο˙ Λάδι όπου έβαζαν μικρά ποντίκια και στο οποίο απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Σον το πονdζ̑ικός μή κρύβεσαι τσούχοζιου τό τυρπί (Μην κρύβεσαι σαν τον ποντικό στην τρύπα του τοίχου˙ Λέγεται για τους δειλούς) -Φωστ.-Κεσ. Ο πανdικός σο τρυπάν ντου τζ̑ο χωρεί, σερματίζει τσ̑αί σο βράδιν ντου αν γκοτσ̑ύθι (Ο ποντικός δεν χωράει στην τρύπα του, σέρνει και στην ουρά του ένα κολοκύθι˙ Για όσους καταπιάνονται με έργα πάνω από τις δυνάμεις του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ο μυς της γάμπας Φλογ. : Μπαλτιριού μ' το ποντικό πλαντά (Με πονάει ο μυς της γάμπας μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Η λ. ως τοπων. Τζαλ.