ποντικός
(ουσ. αρσ.)
πονdικός
[pondiˈkos]
Αφσάρ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
ποϊνdικός
[poindiˈkos]
Φερτάκ.
πινdικός
[pindiˈkos]
Αξ., Δίλ., Καρατζάβ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φερτάκ.
π͑ινdικός
[pʰindiˈkos]
Μισθ.
πινdικό
[pindiˈko]
Ουλαγ., Σίλατ.
πανdικός
[pandiˈkos]
Φάρασ.
πονdζ̑ικός
[pondʒiˈkos]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ.
πουνdζ̑ουκός
[pundʒuˈkos]
Σίλ.
Εν. Γεν.
πενdικιού
[pendiˈcu]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. ποντικός (< αρχ. φρ. ποντικὸς μῦς = ο προερχόμενος από τον Πόντο).
1. Ποντικός
ό.π.τ.
:
Πονdζ̑ικού βέτσα
(Ποντικοκούραδα)
Αραβαν., Γούρδ.
-Καράμπ.
Μέ ντου τρώς ντου ψωμίμ τσείδι νταγκμένου απ΄ του πινdικός
(Μην το τρώς το ψωμί, είναι δαγκωμένο από τον ποντικό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Eις πουνdζ̑ουκός πιάσ'κι σ' ντουζάχ'
(Ένας ποντικός πιάστηκε στην φάκα)
Και νύχτα πατισ̑άχου το κορίσ̑΄ πότε κοιμάτουν, το πισίκα έπιασε ένα πινdικό
(Και τη νύχτα, όταν κοιμόταν η κόρη του βασιλιά, η γάτα έπιασε έναν ποντικό)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ένα πινdικός ξέβην απ' του τυρπί
(Ένας ποντικός βγήκε από την τρύπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αράϊζει πινdικού τυρπί να χα̈κΙλντίσ' να μει
(Ψάχνει ποντικότρυπα να να τρυπώσει να μπει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Tεγός να σε χαρίσ' και ποντικός να σε τερίσ'
(Θεός να σου χαρίσει και ποντικός να σε καταστρέψει˙ Οξύμωρη ευχή)
Φερτάκ.
-Αρχέλ.
Πουνdζ̑ουκός χωρίς να νά 'σ̑η μάτσ̑α
(Ποντικός χωρίς να έχει μάτια˙ Τυφλοπόντικας)
-Κωστ.Σ.
Πεντικιού λάι
(Ποντικόλαδο˙ Λάδι όπου έβαζαν μικρά ποντίκια και στο οποίο απέδιδαν θεραπευτικές ιδιότητες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Σον το πονdζ̑ικός μή κρύβεσαι τσούχοζιου τό τυρπί
(Μην κρύβεσαι σαν τον ποντικό στην τρύπα του τοίχου˙ Λέγεται για τους δειλούς)
-Φωστ.-Κεσ.
Ο πανdικός σο τρυπάν ντου τζ̑ο χωρεί, σερματίζει τσ̑αί σο βράδιν ντου αν γκοτσ̑ύθι
(Ο ποντικός δεν χωράει στην τρύπα του, σέρνει και στην ουρά του ένα κολοκύθι˙ Για όσους καταπιάνονται με έργα πάνω από τις δυνάμεις του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ο μυς της γάμπας
Φλογ.
:
Μπαλτιριού μ' το ποντικό πλαντά
(Με πονάει ο μυς της γάμπας μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Η λ. ως τοπων.
Τζαλ.
Συνών.
σεραντζάνος