σεραντζάνος
(ουσ.)
σ̑εραντζάνους
[ʃeranˈdzanus]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. sıçan, όπου και διαλεκτ. τύπ. sırçan= α) ποντικός β) αρουραίος (Tietze 2019: λ. sıçan/sırçan/sıçırgan).
Ποντικός
:
Σ̑εραντζάνους να φά’ ντου κιφάλι σ’
(Ποντικός να φάει το κεφάλι σου· αρά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
ποντικός