ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεραντζάνος (ουσ.) σ̑εραντζάνους [ʃeranˈdzanus] Δίλ. Από το τουρκ. ουσ. sıçan, όπου και διαλεκτ. τύπ. sırçan= α) ποντικός β) αρουραίος (Tietze 2019: λ. sıçan/sırçan/sıçırgan).
Ποντικός : Σ̑εραντζάνους να φά’ ντου κιφάλι σ’ (Ποντικός να φάει το κεφάλι σου· αρά) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. ποντικός