σεριάζω
(ρ.)
σεριάζω
[seˈrʝazo]
Ανακ., Αξ., Δίλ., κ.α., Μαλακ., Μισθ.
σ̑εριάζου
[ʃeˈrʝazu]
Μισθ.
σεριώ
[seˈrʝo]
Αξ., Μισθ., Σινασσ.
Αόρ.
σέριασα
[ˈserʝasa]
Αξ.
σ̑έριασα
[ˈʃerʝasa]
Μισθ.
Μτχ.
σεριασμένο
[seˈrʝazmeno]
Αξ.
Πιθ. από το αρχ. επίθ. ἀσηρός = α) που προκαλεί αηδία ή ναυτία β) που νιώθει αηδία (Καραποτόσογλου 2001: 404), και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω, με [i>e] λόγω του παρακείμενου υγρού. Ελάχιστα πιθ. η αναγωγή στο μεσν. ρ. ξερῶ (< αρχ. ρ. ἐξεράω-ῶ) = κάνω εμετό (Λεξ. Κριαρ.) Πβ. την ετυμολόγηση της λ. τσερεύω.
Σιχαίνομαι, νιώθω αηδία
ό.π.τ.
:
Σεργιώ σου σέιρ'
(Αηδιάζω στην θέα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'τουν ντου ράντσ̑α, σ̑έριασα
(Όταν το κοίταξα, αηδίασα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Σεριάσεν ντο καργιά μ’
(Τον σιχάθηκε η καρδιά μου˙ για μεγάλη απέχθεια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.