σερίτι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ερίτι
[ʃeˈriti]
Φάρασ.
σ̑ερίτ'
[ʃeˈrit]
Ανακ.
σερίσ'
[seˈris]
Γούρδ.
σ̑ερίσ̑’
[ʃeˈriʃ]
Αραβαν.
σιρίτσ̑'
[siˈritʃ]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. σιρίτι, το οπ. από το τουρκ. şerit = α) σιρίτι β) το παράσιτο ταινία.
1. Το διακοσμητικό σιρίτι
ό.π.τ.
:
Λίγο εκεί τεέτσ̑ης ήτουν το άλογο τ’ […] το εγέρι τ’ ασ' το γατιφέ και ισ̑λενμίς̑ μι αλτινιού σ̑ερίσ̑’
(λίγο πιο κει ήταν το άλογο του […] το σαμάρι του από βελούδο και δουλεμένο με χρυσό σιρίτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Το γαλόνι
Φάρασ.
3. Η ταινία, το παράσιτο που ζει στα έντερα των θηλαστικών
Ανακ.