σερίτι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ερίτι
[ʃeˈriti]
Φάρασ.
σ̑ερίτ'
[ʃeˈrit]
Ανακ.
σ̑ερίσ̑’
[ʃeˈriʃ]
Αραβαν., Γούρδ.
σιρίτσ̑'
[siˈritʃ]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. σιρίτι, το οπ. από το τουρκ. şerit = α) σιρίτι β) το παράσιτο ταινία.
1. Σιρίτι, διακοσμητική ταινία υφάσματος
ό.π.τ.
:
Λίγο εκεί τεέτσ̑ης ήτουν το άλογο τ’ […] το εγέρι τ’ ασ' το γατιφέ και ισ̑λενμίς̑ μι αλτινιού σ̑ερίσ̑’
(Λγο πιο κει ήταν το άλογο του […] το σαμάρι του από βελούδο και δουλεμένο με χρυσό σιρίτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαϊτάνι
2. Γαλόνι
Φάρασ.
3. Ταινία, παράσιτο που ζει στα έντερα των θηλαστικών
Ανακ.
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025