ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαϊτάνι (ουσ. ουδ.) γαϊτάνι [ɣaiˈtani] Ανακ., Σινασσ. qαϊτάν' [qaiˈtan] Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. γαϊτάνιν = μεταξωτό κορδόνι, το οπ. από πρώιμο μεσν. ουσ. γαϊτανόν = ιμάντας, απώτερα λατιν. προελεύσεως (ΙΛΝΕ, λ. γαϊτάνι). Πβ. και τουρκ. gaytan, kaytan = υφασμάτινο κορδόνι., πιθ. ελλ. δάνειο.
Υφασμάτινο κορδόνι, κυρίως διακοσμητικό ό.π.τ. : || Φρ. Το στόμα τ’ qαϊτάν' δεν έχ' (Το στόμα του λουρί δεν έχει˙ δεν μπορεί να κρατήσει μυστικά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Μαύρα μάτια σαν ελιές, μαύρα φρύδια σαν γαϊτάνι Σινασσ. -Αρχέλ. Ξανθή κόρη κασλάτισε, κι ασ' το λουτρόν εβγαίνει.
κρατεί κτένι 'ς τα χέρε της, γαϊτάνι 'ς τα μαλλιά της
(Ξανθή κόρη συνάντησε, που από το λουτρό βγαίνει.
Κρατάει χτένι στα χέρια της, κορδέλα στα μαλλιά της)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. σιτζίμι