ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλατιώνας (ουσ. θηλ.) γαλατιώνα [ɣalaˈtçοna] Ανακ. γαλαγιώνας [ɣalaˈʝοnas] Αξ. Από το θ. γαλατ- του ουσ. γάλα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., μέρος όπου αποθηκεύεται το γάλα Ανακ.
2. Ως επίθ., φτιαγμένος από γάλα ή αυτός που περιέχει γάλα Αξ. : Γαλαγιώνας φαΐ (Σούπα με γάλα) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γαλατερός :1