γαλατιώνας
(ουσ. θηλ.)
γαλατιώνα
[ɣalaˈtçοna]
Ανακ.
γαλαγιώνας
[ɣalaˈʝοnas]
Αξ.
Από το θ. γαλατ- του ουσ. γάλα και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
1. Ως ουσ., μέρος όπου αποθηκεύεται το γάλα
Ανακ.
2. Ως επίθ., φτιαγμένος από γάλα ή αυτός που περιέχει γάλα
Αξ.
:
Γαλαγιώνας φαΐ
(Σούπα με γάλα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
γαλατερός :1