γαλατσώνω
(ρ.)
γαλατσώνω
[ɣalaˈtsono]
Σινασσ.
Από το ρ. γαλατώνω = ασπρίζω, όπου και ήδη νεότ. τύπ. γαλατσώνω (βλ. ΙΛΝΕ).
Ασπρίζω, ασβεστώνω
:
Γαλάτσωναμ' τα σπίτια μας
(Ασπρίζαμε τα σπίτια μας)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
|| Φρ.
Γαλάτσωσεν ντα μάτια τ'
(Άσπρισαν τα μάτια του˙ γυάλισε το μάτι του, αγρίεψε)
Συνών.
ασπρίζω