γαλατερός
(επίθ.)
γαλατερό
[ɣalateˈro]
Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ.
Θηλ.
γαλατερή
[ɣalateˈri]
Αραβαν., Τελμ.
γκαλατερή
[galateˈri]
Φερτάκ.
γκαλέτιρη
[gaˈletiri]
Ουλαγ.
γάτερη
[ˈɣateri]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. γαλακτερός. Για το θηλ. ως τοπων. βλ. Ρίζος (1856: 105).
1. Για γαλακτοφόρο ζώο, αυτός που παράγει πολύ γάλα
Ανακ., Ουλαγ.
β.
Τροφή με βασικό συστατικό το γάλα
Μαλακ.
3. Το θηλ. ως ουσ., εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, σε ομώνυμη εύφορη κοιλάδα
Αραβαν., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Πάει το Γαλατερή!
(Καταστράφηκε η Γαλατερή!)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
E Γάτερη
(Αγία Γαλατερή)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
β.
Συνεκδ., η εορτή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο
Ουλαγ.