ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλαχτίζω (ρ.) γαβσ̑ίζω [ɣavˈʃizo] γαβχάγω [ɣavˈxaɣo] Φάρασ. γαβχάω [ɣavˈxao] Φάρασ. Αόρ. γάβσ̑ισα [ˈɣavʃisa] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. γαλακτίζω = είμαι άσπρος σαν γάλα.
Θηλάζω, ρουφώ γάλα από μαστό : Το κορίτσ’ σήκωσεν τα μαλλία ’ς Μαρκάλτσας την καρδίαν ’πό πάνου τζαι γαβούσ̑ισεν τα (Το κορίτσι σήκωσε τα μαλλιά της δράκαινας πάνω από το στήθος της και την βύζαξε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. βυζάνω :1