γαλανισμός
(ουσ. αρσ.)
γαλανισμός
[ɣalaniˈzmos]
Σίλ.
Από το αμάρτ. στην Καππ. ρ. γαλανίζω = αρχίζω να γίνομαι λευκός, και το παραγωγ. επίθμ. -μός.
Ξεθώριασμα, ξάσπρισμα