ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλεμσέε (ουσ. ουδ.) γαλεμσ̑έε [ɣalemˈʃee] Μισθ. Πληθ. γαλεμσ̑έια [ɣaleˈmʃeja] Μισθ., Τροχ. Αγν. ετύμ. Πιθ. να συνδέεται ετυμολογικώς με τις τουρκ. διαλεκτ. λ. kaleli = η επίπεδη πλευρά στο κότσι (βλ. Yaşa 2016: 15) ή kellem = είδος παιχνιδιού με πέτρες ή καρύδια (THADS, λ. kellem 1) και sağ = τρόπος με το οπ. κρατούν το κότσι ώστε η επίπεδη πλευρά να βρίσκεται επάνω (πβ. THADS, λ. sağ ΙΙ).
1. Ισιωμένο, λειασμένο κότσι ζώου χρησιμοποιούμενο σε παιχνίδι ό.π.τ. Συνών. ανάκα :2, κότσιλο :2, μακαρά :3
2. To γνωστό παιδικό παιχνίδι αστράγαλοι ό.π.τ. Συνών. κότσι :1