γαλεμσέε
(ουσ. ουδ.)
γαλεμσ̑έε
[ɣalemˈʃee]
Μισθ.
Πληθ.
γαλεμσ̑έια
[ɣaleˈmʃeja]
Μισθ., Τροχ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. να συνδέεται ετυμολογικώς με τις τουρκ. διαλεκτ. λ. kaleli = η επίπεδη πλευρά στο κότσι (βλ. Yaşa 2016: 15) ή kellem = είδος παιχνιδιού με πέτρες ή καρύδια (THADS, λ. kellem 1) και sağ = τρόπος με το οπ. κρατούν το κότσι ώστε η επίπεδη πλευρά να βρίσκεται επάνω (πβ. THADS, λ. sağ ΙΙ).
1. Ισιωμένο, λειασμένο κότσι ζώου χρησιμοποιούμενο σε παιχνίδι
ό.π.τ.
Συνών.
ανάκα :2, κότσιλο :2, μακαρά :3